- ἀνέκαμψα
- ἀνακάμπτωbend convexlyaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'νέκαμψ' — ἀνέκαμψα , ἀνακάμπτω bend convexly aor ind act 1st sg ἀνέκαμψε , ἀνακάμπτω bend convexly aor ind act 3rd sg ἐνέκαμψα , ἐγκάμπτω bend in aor ind act 1st sg ἐνέκαμψε , ἐγκάμπτω bend in aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακάμπτω — ανακάμπτω, ανέκαμψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής